- πενθῆσαι
- πενθέωbewailaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενθώ — πενθῶ, έω, ΝΜΑ [πένθος] 1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.) 2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος 3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους… … Dictionary of Greek